- παρίους
- παρί̱ους , παρά-ἰόωbecomeimperf ind act 2nd sgπαρά-ἰόωbecomeimperf ind act 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Παρίους — Πάριος Paros masc acc pl Πάρος Paros masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… … Dictionary of Greek
πάριον — Αρχαία ελληνική πόλη της Μικράς Ασίας στη Μυσία, που ιδρύθηκε από Μιλήσιους, Eρυθραίους και Πάριους αποίκους (Στράβων, ΙΓ’ 588). Τον 5o αι. π.Χ. αποτελούσε μέλος της δηλιακής συμμαχίας. Αργότερα (302 π.Χ.) συμμάχησε με τον Λυσίμαχο, τον βασιλιά… … Dictionary of Greek
όρδικον — ὄρδικον (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Παρίους) «τὸν χιτωνίσκον». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λ. ὄρδ[η]μα, παραμένει όμως δυσερμήνευτη] … Dictionary of Greek
Πολυχρόνης, Κυριακούλης — Αγωνιστής του 1821, ο οποίος καταγόταν από το Αργυρόκαστρο. Λεγόταν και Πολυζώης. Όταν άρχισε η Επανάσταση, προσχώρησε από τους πρώτους (Πάρος, 1821). Το 1822, με 30 Πάριους πήγε στην Αθήνα και από εκεί στάλθηκε στην Κρήτη, όπου ο αρμοστής Μαν.… … Dictionary of Greek